Ένα κρύο απόγευμα του Φλεβάρη.
Βρέχει.Οι σταγόνες έπεφταν αργά,σχεδόν μελαγχολικά στο δρόμο.Κοίταζε επίμονα από το παράθυρο την βροχή και το σκοτάδι,άλλωστε,πάντα του άρεσαν αυτά τα βροχερά,μουντά απογεύματα..
Τα φώτα είναι σβηστά,και κανένας δεν κυκλοφορεί έξω,μόνο κάπου κάπου έβλεπες κάποιον περαστικό να προχωρά κρατώντας μια ανεμοδαρμένη ομπρέλα και φορώντας ένα αδιάβροχο.
Ουσιαστικά,το τοπίο δεν είχε κάτι να προσφέρει,η βροχή είχε απομακρύνει οποιοδήποτε σημείο ζωής από την περιοχή,ακόμα και οι σκύλοι είχαν ψάξει για καταφύγιο στη ζεστή γωνιά κάποιου μαγαζιού,ώστε να αποφύγουν το κρύο.Για κάποιον σαν αυτόν όμως,το παράθυρο και η μελαγχολία ήταν ένα καταφύγιο,η δική του έξοδος από την καθημερινότητα,πόσο χαλαρωτικό ήταν αυτό το θέαμα...
Είχαν περάσει κιόλας πάνω από 11 χρόνια από τότε,όμως το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η επίπλωση του σπιτιού,το παλιό ξύλινο κυκλικό τραπέζι είχε αντικατασταθεί από ένα φαινομενικά πιο μοντέρνο,σε σχήμα ρόμβου,ενώ το γραφείο είχε δώσει τη θέση του σε ένα καθιστικό με δύο πολυθρόνες και ένα ξεχαρβαλωμένο καναπέ.Παρ'όλα αυτά εκείνος δεν έδειχνε να έχει αλλάξει ιδιαίτερα.Ξυρισμένος,και με τα μαλλιά του να καλύπτουν ένα μέρος του προσώπου του,έμοιαζε πολύ νεότερος από όσο ήταν.
Πέρασε λίγη ώρα ακόμη στο παράθυρο,αλλά ύστερα από λίγο το βλέμμα του απομαγνητίστηκε από τη θέα της βροχής και κάθισε σκεφτικός στην πολυθρόνα κρατώντας ένα κρεμαστό,έναν άγγελο ή μια νεράιδα,το οποίο δεν φαινόταν ξεκάθαρα,καθώς το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε απότομα,πήρε το μπουφάν του και ένα κουτί τσιγάρα και βγήκε έξω στη βροχή.Προχωρούσε γρήγορα ανάμεσα από τις λακκούβες και προτού περάσουν πέντε λεπτά είχε φτάσει στο κέντρο της πόλης.
Δεν κυκλοφορούσε ψυχή,όλοι θα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους από νωρίς αφού έκανε πολύ κρύο,ενώ η βροχή όσο πήγαινε δυνάμωνε.Μπήκε στη μικρή στοά δίπλα από το παγωτατζίδικο και περπάτησε λίγο,νόμιζε πως ήταν μόνος του.Ξαφνικά όμως ακούστηκαν γέλια από την άλλη μεριά της στοάς.Πήγε να κοιτάξει γεμάτος περιέργεια,φρόντισε όμως να μην γίνει αντιληπτός.Κοίταξε από την γωνία και είδε
ένα αγόρι και ένα κορίτσι,-δεν θα ταν πάνω από 17,και η κοπέλα πρέπει να ήταν μικρότερη- να γελάνε και να φιλιούνται.Φορούσαν καλοκαιρινά ρούχα(άκαιρα αν σκεφτεί κανείς ότι έκανε κρύο και έβρεχε,σαν να ζούσαν σε άλλη εποχή),και η κοπέλα είχε στην πλάτη της μια τσάντα.Χαμογελούσαν,φαίνονταν πολύ ευτυχισμένοι.
<<Παιδιά>>σκέφτηκε,<<πάντα με ένα χαμόγελο στο στόμα,τα ζηλεύω που μπορούν και είναι τόσο ανέμελα.>>.Γύρισε από την άλλη μεριά και έφυγε,αφού πρώτα έβγαλε ένα μπλοκάκι και έγραψε:
" *1 Ιουλίου* ".
Ξαφνικά ένιωσε πολύ χαλαρός,οι σκέψεις του έγιναν ήρεμες,γαλήνιες,δεν του προκαλούσαν αγωνία και πονοκέφαλο,αντίθετα ένιωθε ανάλαφρος,ακόμα και σε μια τόσο μουντή μέρα λοιπόν μπορεί να λάμψει ένα καθαρό μυαλό.
Χαμένος στο παρόν του συνέχισε να προχωρά φτάνοντας στην πλατεία,πέρασε δίπλα από τα μνημεία και κάθισε απέναντι από τις κλειστές καφετέριες που είχαν πάρει απόφαση πως μόνο τρελός θα έβγαινε από το σπίτι του,πόσο μάλλον για να πάει να κάτσει για να πιει καφέ.Έκλεισε τα μάτια και άφησε το μυαλό του ελεύθερο στο ρυθμό της βροχής που έπεφτε πάνω στο ξύλινο επίπεδο από πάνω του.
Όταν τα ξανάνοιξε είδε το ίδιο ζευγάρι στο παγκάκι απέναντι του,τώρα όμως φορούσαν πιο φθινοπωρινά/ανοιξιάτικα ρούχα και ήταν αγκαλιασμένοι με κλειστά μάτια.Κοίταξε λίγο και έφυγε πριν τον δουν,σημειώνοντας πάλι στο μπλοκάκι του " * ..... * "
Η βόλτα του θα τελείωνε σύντομα,αφού όμως έκανε μια βόλτα και από το λιμάνι,να πάρει λίγο καθαρό αέρα.Έφτασε γρήγορα,παρά το κρύο και τον αέρα,είχε γίνει μούσκεμα όμως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία.Ακολούθησε περιμετρικά τις βάρκες και προχώρησε.Κάποια στιγμή είδε το αγόρι μόνο του,χωρίς το κορίτσι,και δεν χαμογελούσε πια.Αυτή τη φορά δεν προλάβαινε να φύγει,το αγόρι τον είχε ήδη δει.<<Δεν έπρεπε να είσαι εδώ>> είπε,<<δεν ανήκεις εδώ>>.
Παραξενεύτηκε και τρόμαξε ταυτόχρονα,που τον ήξερε το αγόρι ώστε να του μιλάει έτσι;<<Τι εννοείς;>>ρώτησε.<<Είπα,δεν ανήκεις εδώ,φύγε!>>
Το βλέμα του αγοριού άστραφτε,δεν είχε νόημα να του πει το οτιδήποτε,δεν θα άλλαζε κάτι..έφυγε τρέχοντας λοιπόν και πήγε γρήγορα σπίτι,τώρα όμως η ηρεμία είχε δώσει τη θέση της στο άγχος και σε μια ασθματική αναπνοή.Μπήκε μέσα γρήγορα,έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα και τότε είδε πως το μπλοκάκι του είχε εξαφανιστεί,πήγε αμέσως στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη,
<<Δεν ανήκεις εδώ>> είπε.
Βρέχει.Οι σταγόνες έπεφταν αργά,σχεδόν μελαγχολικά στο δρόμο.Κοίταζε επίμονα από το παράθυρο την βροχή και το σκοτάδι,άλλωστε,πάντα του άρεσαν αυτά τα βροχερά,μουντά απογεύματα..
Τα φώτα είναι σβηστά,και κανένας δεν κυκλοφορεί έξω,μόνο κάπου κάπου έβλεπες κάποιον περαστικό να προχωρά κρατώντας μια ανεμοδαρμένη ομπρέλα και φορώντας ένα αδιάβροχο.
Ουσιαστικά,το τοπίο δεν είχε κάτι να προσφέρει,η βροχή είχε απομακρύνει οποιοδήποτε σημείο ζωής από την περιοχή,ακόμα και οι σκύλοι είχαν ψάξει για καταφύγιο στη ζεστή γωνιά κάποιου μαγαζιού,ώστε να αποφύγουν το κρύο.Για κάποιον σαν αυτόν όμως,το παράθυρο και η μελαγχολία ήταν ένα καταφύγιο,η δική του έξοδος από την καθημερινότητα,πόσο χαλαρωτικό ήταν αυτό το θέαμα...
Είχαν περάσει κιόλας πάνω από 11 χρόνια από τότε,όμως το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η επίπλωση του σπιτιού,το παλιό ξύλινο κυκλικό τραπέζι είχε αντικατασταθεί από ένα φαινομενικά πιο μοντέρνο,σε σχήμα ρόμβου,ενώ το γραφείο είχε δώσει τη θέση του σε ένα καθιστικό με δύο πολυθρόνες και ένα ξεχαρβαλωμένο καναπέ.Παρ'όλα αυτά εκείνος δεν έδειχνε να έχει αλλάξει ιδιαίτερα.Ξυρισμένος,και με τα μαλλιά του να καλύπτουν ένα μέρος του προσώπου του,έμοιαζε πολύ νεότερος από όσο ήταν.
Πέρασε λίγη ώρα ακόμη στο παράθυρο,αλλά ύστερα από λίγο το βλέμμα του απομαγνητίστηκε από τη θέα της βροχής και κάθισε σκεφτικός στην πολυθρόνα κρατώντας ένα κρεμαστό,έναν άγγελο ή μια νεράιδα,το οποίο δεν φαινόταν ξεκάθαρα,καθώς το κρατούσε σφιχτά στο χέρι του.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε απότομα,πήρε το μπουφάν του και ένα κουτί τσιγάρα και βγήκε έξω στη βροχή.Προχωρούσε γρήγορα ανάμεσα από τις λακκούβες και προτού περάσουν πέντε λεπτά είχε φτάσει στο κέντρο της πόλης.
Δεν κυκλοφορούσε ψυχή,όλοι θα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους από νωρίς αφού έκανε πολύ κρύο,ενώ η βροχή όσο πήγαινε δυνάμωνε.Μπήκε στη μικρή στοά δίπλα από το παγωτατζίδικο και περπάτησε λίγο,νόμιζε πως ήταν μόνος του.Ξαφνικά όμως ακούστηκαν γέλια από την άλλη μεριά της στοάς.Πήγε να κοιτάξει γεμάτος περιέργεια,φρόντισε όμως να μην γίνει αντιληπτός.Κοίταξε από την γωνία και είδε
ένα αγόρι και ένα κορίτσι,-δεν θα ταν πάνω από 17,και η κοπέλα πρέπει να ήταν μικρότερη- να γελάνε και να φιλιούνται.Φορούσαν καλοκαιρινά ρούχα(άκαιρα αν σκεφτεί κανείς ότι έκανε κρύο και έβρεχε,σαν να ζούσαν σε άλλη εποχή),και η κοπέλα είχε στην πλάτη της μια τσάντα.Χαμογελούσαν,φαίνονταν πολύ ευτυχισμένοι.
<<Παιδιά>>σκέφτηκε,<<πάντα με ένα χαμόγελο στο στόμα,τα ζηλεύω που μπορούν και είναι τόσο ανέμελα.>>.Γύρισε από την άλλη μεριά και έφυγε,αφού πρώτα έβγαλε ένα μπλοκάκι και έγραψε:
" *1 Ιουλίου* ".
Ξαφνικά ένιωσε πολύ χαλαρός,οι σκέψεις του έγιναν ήρεμες,γαλήνιες,δεν του προκαλούσαν αγωνία και πονοκέφαλο,αντίθετα ένιωθε ανάλαφρος,ακόμα και σε μια τόσο μουντή μέρα λοιπόν μπορεί να λάμψει ένα καθαρό μυαλό.
Χαμένος στο παρόν του συνέχισε να προχωρά φτάνοντας στην πλατεία,πέρασε δίπλα από τα μνημεία και κάθισε απέναντι από τις κλειστές καφετέριες που είχαν πάρει απόφαση πως μόνο τρελός θα έβγαινε από το σπίτι του,πόσο μάλλον για να πάει να κάτσει για να πιει καφέ.Έκλεισε τα μάτια και άφησε το μυαλό του ελεύθερο στο ρυθμό της βροχής που έπεφτε πάνω στο ξύλινο επίπεδο από πάνω του.
Όταν τα ξανάνοιξε είδε το ίδιο ζευγάρι στο παγκάκι απέναντι του,τώρα όμως φορούσαν πιο φθινοπωρινά/ανοιξιάτικα ρούχα και ήταν αγκαλιασμένοι με κλειστά μάτια.Κοίταξε λίγο και έφυγε πριν τον δουν,σημειώνοντας πάλι στο μπλοκάκι του " * ..... * "
Η βόλτα του θα τελείωνε σύντομα,αφού όμως έκανε μια βόλτα και από το λιμάνι,να πάρει λίγο καθαρό αέρα.Έφτασε γρήγορα,παρά το κρύο και τον αέρα,είχε γίνει μούσκεμα όμως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία.Ακολούθησε περιμετρικά τις βάρκες και προχώρησε.Κάποια στιγμή είδε το αγόρι μόνο του,χωρίς το κορίτσι,και δεν χαμογελούσε πια.Αυτή τη φορά δεν προλάβαινε να φύγει,το αγόρι τον είχε ήδη δει.<<Δεν έπρεπε να είσαι εδώ>> είπε,<<δεν ανήκεις εδώ>>.
Παραξενεύτηκε και τρόμαξε ταυτόχρονα,που τον ήξερε το αγόρι ώστε να του μιλάει έτσι;<<Τι εννοείς;>>ρώτησε.<<Είπα,δεν ανήκεις εδώ,φύγε!>>
Το βλέμα του αγοριού άστραφτε,δεν είχε νόημα να του πει το οτιδήποτε,δεν θα άλλαζε κάτι..έφυγε τρέχοντας λοιπόν και πήγε γρήγορα σπίτι,τώρα όμως η ηρεμία είχε δώσει τη θέση της στο άγχος και σε μια ασθματική αναπνοή.Μπήκε μέσα γρήγορα,έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα και τότε είδε πως το μπλοκάκι του είχε εξαφανιστεί,πήγε αμέσως στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη,
<<Δεν ανήκεις εδώ>> είπε.